εὐδαιμονα
-ουσα
-ομενον
καρδίαις
-ντ-
-ομενη
ἐλευθεριας
δαιμῶσι
στρατοῦ
ἐκκλησιων
μεσοῦ
ναυμαχιαι
-ομενος
γιγνωσκομενα
βαινοντοῦ
Voz activa. Femenino
ταττομενοῦ
ἀγγελλοῦσι
Voz activa. Masculino o neutro.
Voz media. Masculino.
διαφθειρουσῶν
Voz media y pasiva. Neutro.
Voz media. Femenino.
πειθουσαις
ἀποθνησκουσης
γιγνωσκουσαι