ασχολούμαι
χρειάζομαι
αστειεύομαι
αισθάνομαι
φαίνομαι
υπόσχομαι
εργάζομαι
δέχομαι
παραπονιέμαι
έχω ανάγκη από κάποιον / κάτι
λέω ναι, παίρνω κάτι που μου δίνουν
αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου / νιώθω
γίνομαι ορατός (κάποιος μπορεί να με δει) / δίνω την εντύπωση / εμφανίζομαι
κάνω παράπονα, γκρινιάζω
κάνω αστεία, κάνω πλάκα
αφιερώνω τον χρόνο μου και την ενέργειά μου σε κάποιον ή σε κάτι / δείχνω έντονο ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι
αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι με τη θέλησή μου
δουλεύω