Crear actividad
Jugar Relacionar Columnas

λοιδορώ

μειλίχιος -α -ο

λογύδριο

μελίρρυτος -η -ο

μεγαλεπήβολος -η -ο

μυκτηρίζω

λήκυθος

λέκιθος

μυδράλιο

1. (λόγιο) σύντομος λόγος μπροστά σε κοινό, σύντομη αγόρευση 2. (ειρωνικό) στομφώδης λόγος, αγόρευση χωρίς σημαντικό περιεχόμενο

(λόγ., για λόγο) που είναι πολύ ευχάριστος

που επιδιώκει να πραγματοποιήσει κτ. πολύ σημαντικό

κατηγορώ κπ. ή κτ. χλευάζοντας

ο κρόκος του αυγού των πουλιών. 2. (βιολ.) ουσία του κυτταροπλάσματος που αποτελείται από λευκώματα και λίπη και που χρησιμεύει για τη διατροφή και την ανάπτυξη του εμβρύου

στην αρχαιότητα, δοχείο αρωματικού λαδιού, μυροδοχείο σε σχήμα φιάλης, με μια λαβή και με βαθύ στόμιο

θραύσματα μετάλλου στις παλιές οβίδες

που οι εκδηλώσεις του, ιδίως τα λόγια του, χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα

χλευάζω, κοροϊδεύω, κακολογώ